- ὀρθῆς
- ὀρθόςstraightfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδαμάντιος — Χριστιανικό λογοτεχνικό κείμενο. Τιτλοφορείται και Διάλογος περί της εις Θεόν ορθής πίστεως.O συγγραφέας του χριστιανικού αυτού κειμένου είναι άγνωστος. Έως τον 16ο αι. πίστευαν ότι το έργο γράφτηκε από τον Ωριγένη, επειδή o πρωταγωνιστής του… … Dictionary of Greek
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
διασταύρωση — η 1. συνάντηση δρόμων σε σχήμα ορθής ή περίπου ορθής γωνίας. 2. το σημείο όπου γίνεται η συνάντηση δρόμων: Πάντα γίνονται πολλά ατυχήματα στη διασταύρωση. 3. (βιολ.), το ζευγάρωμα ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου, τα οποία ανήκουν στο ίδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Simĕon — (Symeon, d.i. der Erhörte). I. Biblische Personen. 1) zweiter Sohn Jakobs u. der Lea, drang mit Levi in Sichem ein u. holte unter großen Gewaltthaten an den Sichemiten seine dort geschwächte Schwester Dina zurück (s.u. Sichem). S. soll die… … Pierer's Universal-Lexikon
Homolŏgie — (v. gr.), 1) Bei , Zu , Übereinstimmung; 2) bei den Stoikern Übereinstimmung mit der Natur; 3) in der Griechisch katholischen Kirche so v.w. Confessio, Symbol od. kirchliche Bekenntnißschrift; das Hauptsymbol ist die von Petrus Mogilas 1640… … Pierer's Universal-Lexikon
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
ακρισία — η (Α ἀκρισία) (Ν και σιά) [ἄκριτος] διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία αρχ. 1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση 2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek